- ξεσκάνω
- см. ξεσκά(ζ)ω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω … Dictionary of Greek